ασυγχώρητος

ασυγχώρητος
η , ο [ος , ον ]
1) непростительный; 2) непрощённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασυγχώρητος" в других словарях:

  • ασυγχώρητος — ασυγχώρητος, η, ο και ασυχώρετος, η, ο εκείνος τον οποίο δε συγχώρησε κανείς ή δεν μπορεί να συγχωρήσει: Το σφάλμα σου αυτό είναι ασυγχώρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυγχώρητος — forbidden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυγχώρητος — και ασυχώρετος, η, ο (AM ἀσυγχώρητος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγχωρηθεί νεοελλ. εκείνος που δεν έχει συγχωρηθεί, που δεν έχει πεθάνει ακόμη αρχ. ο απαγορευμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀσυγχωρήτως — ἀσυγχώρητος forbidden adverbial ἀσυγχώρητος forbidden masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγχώρητον — ἀσυγχώρητος forbidden masc/fem acc sg ἀσυγχώρητος forbidden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγχωρήτου — ἀσυγχώρητος forbidden masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγχωρήτων — ἀσυγχώρητος forbidden masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγχώρητα — ἀσυγχώρητος forbidden neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγχώρητοι — ἀσυγχώρητος forbidden masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικαιολόγητος — η, ο (Α ἀδικαιολόγητος, ον) [δικαιολογῶ] αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί νεοελλ. 1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τόν δικαιολογήσει κανείς 2. ο ασυγχώρητος …   Dictionary of Greek

  • απαραίτητος — η, ο (AM ἀπαραίτητος, ον) [παραιτούμαι] αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»